- Πανθηλής
- Πανθηλήςluxuriantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθηλής — luxuriant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθηλής — και δωρ. τ. πανθαλής, ές, Α 1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά 2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηλής (< θηλέω* «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. ερι θηλής, νεο θηλής] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek